-
1 μύχιος
A inward, inmost, Hes.Op. 523, v.l. in Th. 991; μυχία Προποντίς embayed, A.Pers. 876 (lyr.);πνοιαί A.R.2.742
;μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc.DMort.6.4
. -
2 μυχιος
3(ῠ) глубокий, внутреннийμυχία Προποντίς Aesch. — образующая глубокую бухту Пропонтида;
μ. Ἀΐδης Anth. — глубоко (под землей) находящийся Аид; -
3 μύχιος
μύχιος, innerlich, im Innersten gelegen; als v. l. bei Hes. O. 521 Th. 991; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet, Aesch. Pers. 854; sp. D., πνοιῇσι μυχίῃσι Ap. Rh. 2, 742, u. Anth. Auch Luc., ἐχρέμπτετο μύχιόν τι Gall. 10, μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf, d. mort. 6, 4. – Als unregelmäßige superl. gehören dazu μύχατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχοίτατος u. μυχώτατος, die einzeln aufgeführt u. alle auf μυχός zurückzuführen sind.
-
4 μύχιος,
μύχιος, u. μυχιαῖος, innerlich, im Innersten gelegen; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet; μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf -
5 μυχιαῖος
μύχιος, u. μυχιαῖος, innerlich, im Innersten gelegen; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet; μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf
См. также в других словарях:
μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… … Dictionary of Greek